- προγραμματισμός
- Διατύπωση και εφαρμογή ενός προγράμματος ή σχεδίου εργασίας στα διάφορα πεδία της ανθρώπινης δραστηριότητας· στην οικονομία, ένα σύνολο μέτρων, που αποβλέπουν στο να πλαισιώσουν την οικονομική εξέλιξη μιας χώρας μέσα σε ένα πρόγραμμα.
Eκτός του ότι οι όροι π. και σχεδιασμός χρησιμοποιούνται συχνά ο ένας με την έννοια του άλλου, παρ’ όλα αυτά ο π. παρουσιάζει μικρότερο βαθμό διοικητικής ανάμειξης και, γενικά, μικρότερη επέμβαση στον οικονομικό τομέα. Αν και ασκείται από δημόσια όργανα, όπως και ο σχεδιασμός, ο π. προϋποθέτει γενικά τη συμβουλευτική συμμετοχή των εκπροσώπων της οικονομίας και, επομένως, τον συντονισμό των αντικειμενικών σκοπών. Διακρίνουμε έναν επιτακτικό ή δεσμευτικό π. και έναν ενδεικτικό π., ανάλογα με το αν οι στόχοι ξεπερνούν ή όχι το πεδίο των απλών προβλέψεων και συνεπάγονται ή όχι νομικές συνέπειες που συνοδεύονται με κυρώσεις. Γενικά ο όρος π. χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό των προσπαθειών κατεύθυνσης της οικονομίας από το κράτος που εφαρμόστηκαν στη δυτική Ευρώπη και γενικά στις χώρες με βασικά ιδιωτική οικονομία (οικονομία της αγοράς). Το σημαντικότερο παράδειγμα είναι η γαλλική προσπάθεια μετά τον B’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο εμπνευστής του γαλλικού π. Πιερ Μασέ όρισε το γαλλικό σχέδιο ανάπτυξης ως μελέτη της αγοράς και πρόγραμμα κρατικών παρεμβάσεων, που αφήνει απόλυτα ελεύθερες τις ιδιωτικές επιχειρήσεις στις αποφάσεις τους για επενδύσεις και παραγωγή.
Στο πεδίο της οργάνωσης επιχειρήσεων, ο π. νοείται ως σχέδιο εργασίας που πρέπει να μελετηθεί και κατόπιν να γίνει πρακτικά εφαρμόσιμο. Για έναν καλό π. είναι προπάντων απαραίτητο να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά μέσα που είναι ή μπορεί να είναι διαθέσιμα. Ο π. περιλαμβάνει διάφορες φάσεις: της προπαρασκευής, του συντονισμού, της εφαρμογής και του ελέγχου.
Στη φάση της προπαρασκευής καθορίζονται, αφού ληφθούν υπόψη οι συνθήκες και οι απαίτησεις της εσωτερικής και της εξωτερικής αγοράς, τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που θα παραχθούν, τα αναγκαία μέσα εργασίας, οι υποδιαιρέσεις της εργασίας και των μεθόδων κατασκευής, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών συνθηκών των εγκαταστάσεων, του προσωπικού και των δυνατοτήτων ανεφοδιασμού. Στη φάση του συντονισμού καθορίζονται η διάρκεια εργασίας και οι διαδοχικές ενέργειες με βάση τον διαθέσιμο μηχανικό εξοπλισμό και το εργατικό δυναμικό, τις προθεσμίες για την παράδοση και το κόστος παραγωγής. Από το συντονισμό εξαρτώνται οι αποδόσεις τόσο των μηχανών, όσο και των εργατών, δηλαδή, τελικά, η καλύτερη χρησιμοποίησή τους.
Όταν τα αναγκαία μέσα είναι έτοιμα και το προσωπικό έχει γνώση των λειτουργιών που πρέπει να του εξηγηθούν, μπορεί να αρχίσει η φάση της εφαρμογής, δηλαδή της πρακτικής εκτέλεσης του σχεδίου εργασίας. Έτσι μπαίνουμε στον παραγωγικό κύκλο που πρέπει όμως να ελέγχεται συνεχώς και να τελειοποιείται· και αυτή είναι η φάση του ελέγχου ή ρύθμιση του π. Σε αυτή τη φάση πρέπει να αντιμετωπίζονται τα απρόβλεπτα που παρεμβάλλει συνεχώς η πραγματική κατάσταση και, ανάλογα, να τροποποιείται και να ενημερώνεται το προκαθορισμένο σχέδιο εργασίας. Ακόμα και τα αποτελέσματα της παραγωγής, που έχουν πραγματικά επιτευχθεί, μπορούν να επιδράσουν στη μελλοντική γραμμή εφαρμογής.
* * *ο, Ν1. το αποτέλεσμα τού προγραμματίζω, η κατάστρωση προγράμματος, σχεδιασμός ενεργειών και πράξεων που θα γίνουν στο μέλλον2. (οικον.) η κατάρτιση μερικότερων προγραμμάτων που συναρθρώνονται σε ένα αρμονικό σύνολο με το οποίο επιδιώκεται η επίτευξη προκαθορισμένων οικονομικών μέτρων με δοσμένα μέσα και σε ορισμένο χρόνο3. φρ. α) (πληροφορ.) μέθοδος παραγωγής μιας σειράς από διαδοχικές εντολές, η εκτέλεση τών οποίων θα έχει ως αποτέλεσμα την επίλυση ενός σύνθετου προβλήματος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή χωρίς την ενδιάμεση παρέμβαση τού χειριστήβ) «γλώσσα προγραμματισμού»(πληροφορ.) η γλώσσα την οποία μπορεί να δεχθεί ένας δεδομένος ηλεκτρονικός υπολογιστής, δηλαδή οι εντολές που πρέπει να τού δοθούν και οι οποίες τελικά θα «μεταφραστούν» σε δυαδικό κώδικα μηχανής, τον μόνο που είναι σε θέση να «καταλάβει» ο υπολογιστής ώστε το πρόγραμμα να είναι εκτελέσιμογ) «προγραμματισμός επιχείρησης»(οικον.) ο καθορισμός τού τρόπου λειτουργίας μιας επιχείρησης και η θέσπιση προτεραιοτήτων με την κατάρτιση και εφαρμογή προγραμμάτων δράσης, έτσι ώστε να επιτυγχάνεται η μέγιστη βελτίωση τού οικονομικού αποτελέσματος σε συνάρτηση με τα υπάρχοντα μέσαδ) «προγραμματισμός παραγωγής» — το αρμονικό σύνολο που περιλαμβάνει το ποσοτικό πρόγραμμα παραγωγής, το πρόγραμμα χρησιμοποίησης τών εγκαταστάσεων, το πρόγραμμα εργασίας, το πρόγραμμα τού εφοδιασμού και το πρόγραμμα τών άμεσων και έμμεσων δαπανών παραγωγήςε) «μαθηματικός προγραμματισμός»μαθημ. τομέας τών εφαρμοσμένων μαθηματικών που αναφέρεται σε προβλήματα ελαχιστοποίησης υπό ορισμένες συνθήκες συναρτήσεων οι οποίες εκφράζουν ένα μαθηματικό, φυσικό ή οικονομικό μέγεθος.[ΕΤΥΜΟΛ. < προγραμματίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στην Καλλιόπη Κεχαγιά].
Dictionary of Greek. 2013.